βροντολογώ
Смотреть что такое "βροντολογώ" в других словарях:
βροντολογώ — ησα, βροντοβολώ: Στη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου τα δάση βροντολογούν από τις τουφεκιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
ανεμοβροντώ — 1. βροντώ σαν τον άνεμο, βροντολογώ 2. πορδοκοπώ … Dictionary of Greek